πώλος

πώλος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακραγαντίνος σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής, μαθητής του μεγάλου σοφιστή Γοργία. Αναφέρεται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους. Έγραψε την Τέχνη, ποίημα ρητορικό, γενεαλογία των Ελλήνων που είχαν πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο, κατάλογο των πλοίων τους κ.ά. 2. Φιλόσοφος από τη Λευκανία της Νότιας Ιταλίας. Ο Στοβαίος διέσωσε αποσπάσματα από το έργο του Περί δικαιοσύνης. 3. Διάσημος τραγικός υποκριτής, που πέθανε σε ηλικία 70 ετών. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του, πήρε μέρος σε οχτώ τραγωδίες σε τέσσερις αλλεπάλληλες ημέρες.
* * *
ο / πῶλος, Ν ΜΑ
ζωολ. γενική ονομασία τών νεαρών ιπποειδών, αλλ. πουλάρι
αρχ.
1. (γενικά) μικρό ή νεαρό ζώο (α. «κάμηλος πῶλος», πάπ.
β. «πῶλοι βουβαλίδων», Αιλ.)
2. κορινθιακό νόμισμα που ονομάστηκε έτσι επειδή έφερε την εικόνα τού Πήγασου
3. τίτλος ιέρειας τής Δήμητρος ή τής Περσεφόνης
4. (στην Αίγυπτο) τίτλος ιέρειας τής Ίσιδος («ἱερὸς πῶλος Ἴσιδος», πάπ.)
5. μτφ. α) νεαρή κόρη, κορίτσι
β) (σπάνια) νεαρός, παλληκάρι
γ) πόρνη («πῶλοι Κυπρίδος», Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶλος (< *pō[u]-lo-s) συνδέεται με τα γερμ. Fohlen / Fullen «πουλάρι» (πρβλ. και λατ. pullus «πουλάρι») και, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pew-/ *pow- με σημ. «λίγος, μικρός» (πρβλ. παῖς, λατ. puer «παιδί»). Ο δυσερμήνευτος μακρόχρονος φωνηεντισμός -ω- τού τ. αντιστοιχεί στο αλβαν. pele «φοράδα» και πιθ. στο αρμεν. ul «κατσικάκι». Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. poro)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πῶλος — foal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶλος — foal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δακὼν δὲ στόμον ὡς νεοζυγὴς πῶλος. — См. Удила закусывать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πώλω — Πῶλος foal masc nom/voc/acc dual Πῶλος foal masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶλε — Πῶλος foal masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶλε — πῶλος foal masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶλοι — Πῶλος foal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶλοι — πῶλος foal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶλον — Πῶλος foal masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶλον — πῶλος foal masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”